- ἡμοσύνη
- ἡμοσύνηskill in throwingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημοσύνη — ἡμοσύνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η εμπειρία στη βολή, στη ρίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἥμων (< ἵημι «ρίχνω») + οσύνη (πρβλ. ευγνωμοσύνη, μετριοφροσύνη)] … Dictionary of Greek
ολιγορ(ρ)ημοσύνη — ὀλιγορ(ρ)ημοσύνη, ἡ (Α) το να λέει κάποιος λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ρ(ρ)ημοσύνη, μέσω αμάρτυρου τ. *ολιγορρήμων (πρβλ. μεγαλο ρρημοσύνη)] … Dictionary of Greek